υποδόχμιος

υποδόχμιος
-ον, Α
το αρσ. ως ουσ. ὁ ὑποδόχμιος
μετρικός πους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + δόχμιος «πεντασύλλαβος μετρικός πους»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”